- ζεφύρων
- Ζέφυροςwesterly windmasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ζεφύρων — Ζέφυρος westerly wind masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακάμαντος — η, ο ακούραστος, αδάμαστος, ασταμάτητος («επί τα νώτα ακάμαντα τών ζέφυρων», «τα ακάμαντα άλογα τού Ηλίου ιδού εκβαίνουν» Κάλβος). [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἀκάμας, αντος] … Dictionary of Greek